Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Σε δύο Αμερικανούς και έναν Γερμανό το Νόμπελ Ιατρικής 2013

Στους τρεις επιστήμονες, δύο Αμερικανούς, James E. Rothman, Randy W. Schekman και έναν γερμανικής καταγωγής, Thomas C. Südhof που ανακάλυψαν έναν βασικό κυτταρικό που επιτρέπει την μεταφορά συγκεκριμένων μορίων σε συγκεκριμένα σημεία και στην κατάλληλη χρονική στιγμή, απενεμήθη, σήμερα, το Νόμπελ Φυσιολογίας/Ιατρικής.
«Μέσω των ανακαλύψεών τους οι Ρόθμαν, Σέκμαν και Ζίντχοφ αποκάλυψαν το εξόχως ακριβές σύστημα ελέγχου για την μεταφορά και την παράδοση του κυτταρικού φορτίου», αναφέρει η Επιτροπή Νόμπελ, στην ανακοίνωσή της για την απονομή του βραβείου, το οποίο συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 8 εκατομμυρίων κορονών (884.000 περίπου ευρώ).
Σύμφωνα με την επιτροπή, η έρευνα των τριών επιστημόνων αυτών συνέβαλε να κατανοηθεί βαθύτερα το πώς τα προβλήματα στο σύστημα μεταφοράς των κυττάρων προκαλούν νευρολογικές ασθένειες, διαβήτη και ανοσολογικές διαταραχές.
Η έρευνά τους έριξε φως στο πώς παράγεται η ινσουλίνη στον οργανισμό και απελευθερώνεται στο αίμα, στο κατάλληλο σημείο και κυρίως την κατάλληλη στιγμή, ανέφερε επίσης η Επιτροπή Νόμπελ.
Η απονομή των σημαντικότερων βραβείων παγκοσμίως ξεκίνησε σήμερα, ενώ το πρόγραμμα για τις επόμενες ημέρες έχει ως εξής: Την Τρίτη το Νόμπελ Φυσικής, την Τετάρτη το Νόμπελ Χημείας, την Πέμπτη το Νόμπελ Λογοτεχνίας, την Παρασκευή το Νόμπελ Ειρήνης και την επόμενη Δευτέρα το Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών.

Τί χρειάζεται, όμως, για να λάβει, κανείς, βραβείο Νόμπελ;

Πέρα από παράγοντες, όπως οι οικονομικοοί πόροι, η υποστήριξη του περιβάλλοντος ή και τύχη, ο παράγοντας εκείνος που συχνά αγνοείται, αλλά έχει καταλυτική, καθώς φαίνεται σημασία, είναι η Δημοκρατία.
Οι δημοκρατικές χώρες, όπως αποδεικνύεται και από την ιστορία, μονοπωλούν τα Νόμπελ. Ενδεικτικά αναφέρεται πως η Σοβιετική Ένωση που φημιζόταν ότι «γέννησε» μεγάλους ερευνητές, απέσπασε 17 φορές λιγότερα Νόμπελ ανά κάτοικο, σε σχέση με τις ΗΠΑ, και 39 φορές λιγότερα σε σχέση με τη Δανία.
Σημειωτέον πως τουλάχιστον 247 από τους 834 βραβευμένους με Νόμπελ γεννήθηκαν στις ΗΠΑ, χωρίς να υπολογιστούν αυτοί που γεννήθηκαν αλλού και σταδιοδρόμησαν στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Η Μέση Ανατολή είναι αντίθετα μια περιοχή παραμελημένη από την επιτροπή Νόμπελ. Διάφορες εξηγήσεις έχουν δοθεί, όπως αυτή της θρησκείας.Συνεπώς, το σουηδικό βραβείο ευνοεί σαφώς τις χώρες της Δύσης.
Πανεπιστημιακοί και βραβευθέντες συμφωνού στη διαπίστωση πως η έλλειψη μακράς δημοκρατικής παράδοσης φαίνεται να είναι το κοινό σημείο των χωρών που δεν έχουν τιμηθεί με Νόμπελ.
Στις χώρες αυτές «υπάρχει έλλειψη δημοκρατικής κουλτούρας και της κουλτούρας του διαλόγου και της αντιπαράθεσης. Και η επιστήμη χρειάζεται τον διάλογο. Πρέπει να μπορείς να διαφωνείς με τον συνομιλητή σου χωρίς να τον προσβάλλεις», τονίζει ο Ζαν Στον, φιλόσοφος των επιστημών στο διεπιστημονικό Πανεπιστήμιο του Παρισιού.
Η τήρηση αυτής του δημοκρατικής κουλτούρας εξηγείται σε μια γνωστή ομιλία του Σουηδού Σούνε Μπέργκστρομ, νομπελίστα Ιατρικής το 1982, που περιγράφει την μεγάλη εξάπλωση των αμερικανικών πανεπιστημίων αμέσως μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. «Η ανάπτυξη της πανεπιστημιακής έρευνας χαρακτηρίστηκε από ένα δυναμικό άνοιγμα που συνιστά δημοκρατία στον κόσμο των εργαζομένων στην έρευνα», έγραφε.
Ο Τζέιμς Ουίλσντομ, ειδικός ερευνητής των επιστημονικών πολιτικών στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ, τονίζει οι τιμηθέντες με Νόμπελ μιλούν ο καθένας με τη σειρά του για «μια μορφή δημιουργικότητας και ελευθερίας», η οποία επιτρέπει στην επιστήμη να «κινείται προς απροσδόκητες μερικές φορές κατευθύνσεις».
Όπως προσθέτει, ένα δημοκρατικό περιβάλλον είναι απαραίτητο όχι μόνο μέσα στο εργαστήριο, αλλά και στο γύρω κοινωνικό περιβάλλον. Υπογραμμίζει ότι οι χώρες του Κόλπου που δαπάνησαν περιουσίες για την οικοδόμηση πανεπιστημίων έχουν επί του παρόντος μικρές επιτυχίες, με ιδρύματα που προσφέρουν ένα χώρο σπάνιας ελευθερίας σε κλειστές κοινωνίες. «Είναι αμφίβολο αν μπορεί να δημιουργηθεί τεχνητά αυτή η κουλτούρα σε έναν μικρόκοσμο χωρίς ένα ευρύτερο άνοιγμα στο κοινωνικό σύστημα».


Ποιος ήταν ο δημιουργός των Νόμπελ και γιατί τα θεσμοθέτησε;

Σύμφωνα με δημοσίευμα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, ο 'Αλφρεντ Νόμπελ γεννήθηκε το 1833 στη Στοκχόλμη, την πρωτεύουσα της Σουηδίας. Ο πατέρας του Ιμάνουελ ήταν μηχανικός και εφευρέτης, ο οποίος, αφού υπέστη την οδυνηρή δοκιμασία της πτώχευσης, αναγκάστηκε να δοκιμάσει το 1837 την τύχη του στη Ρωσία, όπου πράγματι αυτή του χαμογέλασε. Το «κλειδί» ήταν ότι κατάφερε να εντυπωσάσει τον τσάρο με μια από τις εφευρέσεις του, την υποθαλάσσια νάρκη κατά εχθρικών πλοίων.
Ο γιός του 'Αλφρεντ, μορφώθηκε στην Αγία Πετρούπολη και (παρόλο που είχε κλίση στην ποίηση) συνέχισε στα βήματα του πατέρα του, ασχολούμενος με τη χημεία και τη μηχανική. Ανάμεσα στις πολλές εφευρέσεις του τα επόμενα χρόνια, η κυριότερη ήταν, το 1867, η «χειραγώγηση» της επικίνδυνα ασταθούς νιτρογλυκερίνης (από την οποία είχε σκοτωθεί ο νεότερος αδελφός του Εμίλ το 1864) σε ένα νέο ασφαλέστερο μίγμα, που ονομάστηκε από τον ίδιο «δυναμίτης», από την ελληνική λέξη «δύναμις».
Η εφεύρεση του δυναμίτη έφερε πραγματική επανάσταση στην εξορυκτική βιομηχανία, στις κατασκευές και στα πάσης φύσης έργα (π.χ. στη διάνοιξη των νέων σιδηροδρομικών γραμμών σε όλο τον κόσμο), με αποτέλεσμα ο Νόμπελ -ο οποίος στη συνέχεια εφηύρε ακόμα πιο εξελιγμένες εκρηκτικές ουσίες- να γίνει πάμπλουτος. Πολύ γρήγορα ο δυναμίτης αξιοποιήθηκε όχι μόνο για ειρηνικούς σκοπούς, αλλά και για πολεμικούς. Ο ίδιος, αν και, μεταξύ άλλων, ήταν ιδιοκτήτης της εταιρείας όπλων Bofors, είναι αβέβαιο κατά πόσο ενέκρινε τη στρατιωτική χρήση του δυναμίτη.
Ήταν όμως μια τραγική ειρωνεία της τύχης αυτή που τον ώθησε να δημιουργήσει τα βραβεία Νόμπελ. Όταν το 1888 πέθανε ο αδελφός του Λούντβιχ, εξαιτίας κάποιου δημοσιογραφικού λάθους δημοσιεύθηκε σε μια γαλλική εφημερίδα η νεκρολογία του ίδιου του 'Αλφρεντ, ο οποίος είχε έτσι το «προνόμιο» να δει, όντας ακόμα ζωντανός, τι πίστευε ο κόσμος και ποια θα ήταν η μεταθανάτια γνώμη γι' αυτόν. Στη «νεκρολογία» του ο 'Αλφρεντ Νόμπελ χαρακτηριζόταν ως ο άνθρωπος που έβγαλε εκατομμύρια από τον θάνατο άλλων ανθρώπων, ως ένας «έμπορος του θανάτου» και ως «αυτός που πλούτισε εφευρίσκοντας τρόπους να σκοτώνονται περισσότεροι άνθρωποι πιο γρήγορα από ποτέ».
Συγκλονισμένος από αυτά που διάβασε, ο Νόμπελ αποφάσισε να κάνει κάτι για την υστεροφημία του και, κάπως έτσι, ένα χρόνο πριν πεθάνει το 1896, συνέταξε τη διαθήκη του και κληροδότησε το μεγαλύτερο μέρος (94%) της τεράστιας περιουσίας του για τη θεσμοθέτηση των πέντε βραβείων. Το ποσό που έδωσε για τη χρηματοδότηση αυτών των ετήσιων βραβείων, έφθανε τα 31,2 εκατ. σουηδικές κορώνες (περίπου 1,69 εκατ. βρετανικές λίρες εκείνης της εποχής), ενώ σήμερα πια το κεφάλαιο αυτό έχει διαμορφωθεί γύρω στα 337 εκατ. ευρώ.